ασβέστης

ασβέστης
chaux

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ασβέστης — ασβέστης, ο και ασβέστη, η και ασβέστι, το σώμα λευκό, που γίνεται με την καμίνευση των ασβεστόλιθων, το οποίο χρησιμοποιείται στην οικοδομική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβέστης — ο (Μ ἀσβέστης) βλ. άσβεστος …   Dictionary of Greek

  • ἀσβέστης — ἄσβεστος unquenchable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβεστώνω — [ασβέστης] 1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο 2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωπο («ασβεστωμένα μούτρα») 3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση …   Dictionary of Greek

  • Κουτσουλέλος, Δημήτριος — (Ασβέστης Φθιώτιδας 1923 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής δημοτικών σχολείων, επιθεωρητής, νομαρχιακός επιθεωρητής και… …   Dictionary of Greek

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • χάλιξ — ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ. β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα ιξ (πρβλ. ελ ιξ, κύλ ιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, cis… …   Dictionary of Greek

  • Asbestos — For other uses, see Asbestos (disambiguation). Fibrous asbestos on muscovite …   Wikipedia

  • Этимология народная — или народное словопроизводство (грамм.). Под этим термином разумеется один из психических процессов языка, близко родственный так называемой морфологической ассимиляции (см.) и состоящий в сближении таких слов, которые первично были совершенно… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”